Ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει

Ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει

Στα έντεκα έμεινε ορφανός από πατέρα. Τον έχασε πίσω στην Θεσσαλία. Αγωγιάτης απ’ τους λίγους ο μπάρμπα Δημήτρης πήγαινε στη Λάρισα να πουλήσει δυο άλογα και έπεσε με το φορτηγό του σε μια χαράδρα. Γυμνάσιο δεν πρόλαβε να πάει, πέταξε από πάνω του γρήγορα τις παιδικές συνήθειες, έβαλε στην πλάτη την υπόλοιπη οικογένεια και κατάπιε κάθε πόνο μπροστά στο οικογενειακό καθήκον: τέσσερα μικρότερα παιδιά και τρία κορίτσια, πώς να αφήσει τη μάνα του να παλεύει μονάχη; Εκείνη κράτησε τους κήπους και το σπίτι και αυτός πήρε τα γίδια. Για όλη του τη ζωή, χειμώνα-καλοκαίρι, απ’ το πρωί ως το βράδυ και ξανά το επόμενο ξημέρωμα. Χωρίς άλλη επιλογή, μα δίχως παράπονο.
Τους χειμώνες, με τα πολλά χιόνια και τις λάσπες απ’ τα ρέματα και τα γύρω βουνά η διαδρομή ήταν μικρή και δύσκολη: ως κάτω τη γέφυρα και το μύλο και από εκεί ως τον Ντούναβο και πάλι πίσω. Ίσα να ξεπιαστούν τα ζώα και εκείνος. Μα σαν έσκαγε η άνοιξη και πρασίνιζε λιγάκι η φύση ποιος τον έπιανε τον Χρήστο. Δικά του όλα τα βουνά, δικές του και οι πέτρες. Από τον Άη Δημήτρη μέχρι πίσω στην Κηπίνα, μια στάση στο παλιό γεφύρι για κολατσιό και ύστερα μέχρι πάνω το μοναστήρι. Ή πάλι απ’ το χωράφι του Τζήμα στην Παλιογκορτζιά ως πέρα το εκκλησάκι της Παναγιάς, ένα κερί για το νεκρό του και κύκλος μέχρι κάτω τις πεζούλες της Αλέξως. Χοροπηδούσαν τα γίδια μες τα πουρνάρια και τις ρήπες, χοροπηδούσε και αγαλλίαζε και η καρδιά του Χρήστου. Και όταν βαριόταν τις ανηφόρες, έπιανε τον Άραχθο, μέχρι πέρα τους Μελισσουργούς ή αντίθετα ως το Μιχαλίτσι.
Τα χέρια του έγιναν από νωρίς σκληρά και άγρια. Το βλέμμα του βάθυνε με τον καιρό και την ταλαιπωρία, έσφιξε κάτω από τα μεγάλα σμιχτά φρύδια του, μες τα κατακόκκινα μάγουλά του, πίσω από τα μεγάλα του μουστάκια. Γκρεμοί, χαράδρες, κοτρόνες και από πάνω ουρανός η καθημερινή θέα της ζωής του. Μιλούσε με τα ζώα του, τα μάλωνε που ήταν ανάποδα και τρελά, χάιδευε τα σκυλιά του και έμενε να αγναντεύει καμιά φορά ως πέρα τις κολώνες στο Συρράκο και άνοιγε η καρδιά του.
Όλα για την οικογένεια. Έστειλε τα αδέρφια του να μάθουν μια τέχνη, άλλα στα Γιάννενα, άλλα στην Αθήνα, πάντρεψε και τις αδερφές του και έστειλε τη μάνα έξι μήνες στα κορίτσια να γλιτώσει τα πολλά κρύα. Εκείνος έμεινε με τον αδερφό του τον Γιάννη στο χωριό, έκτισε μόνος του το σπίτι του κοντά στο πατρικό του, έφτιαξε μεγαλύτερο το κοπάδι, μικροπαντρεύτηκε την Αντιγόνη, έκαναν τρία κορίτσια, τη Βασούλα, τη Βούλα και τη Δημητρούλα, η μια πιο όμορφη απ’ την άλλη και ένα αγόρι με καστανά μάτια ίδια με του πατέρα του, το στερνοπούλι του τον Δημητράκη. Ό,τι μπορούσε πρόσφερε στα παιδιά του. Παρά τις δυσκολίες. Ποτέ δεν τα έβαλε να αρμέξουν, ποτέ δεν τα πήρε μαζί του στα γίδια. «Να τελειώσουν το σχολείο, να κάνουν κάτι στη ζωή πιο πέρα από εμάς» έλεγε και έπινε αθόρυβα το τσιπουράκι του στα καφενεία. Ο πρώτος ήχος του χωριού ήταν τα κουδούνια απ’ τα ζώα του Χρήστου, μες τα καλντερίμια και ύστερα από τα απέναντι βουνά. Ούτε Κυριακές, ούτε γιορτές φύλαξε. Δύσκολη και σκληρή η ζωή του. Από μικρό παιδάκι ως το τέλος.
Πέθανε πριν μερικές μέρες, ένα μήνα πριν τη γιορτή του στα 57. Από καρδιά. Μπαμ και έξω. Ταΐσε τα γίδια, τα άρμεξε, τα σκούπισε, ήπιε λίγο κρασί, ξάπλωσε δίπλα στο τζάκι και δεν ξαναξύπνησε. Δουλευταράς από την πρώτη μέρα ως την τελευταία, τίμιος όσο λίγοι, φιλότιμος και γενναιόδωρος, ο Χρήστος Χήτας υπήρξε ένας από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους όταν ήμουν παιδί. Χαμογελαστός και με καρδιά μάλαμα, πάντοτε νοιαζόταν για την πρόοδό μου, αγαπούσε πολύ τη μητέρα μου και τον παππού μου, μας κουβαλούσε πάντα ό,τι είχε: γάλα, τυρί, ξυνόγαλο. Μετρούσε όλες του τις λέξεις και όλες τις εννοούσε. Και όταν ο παππούς μου έχασε τη γιαγιά μου και ανέβαινε πια για δεκαπέντε μέρες στο χωριό κάθε καλοκαίρι, ο Χρήστος ήταν πάντα εκεί, «Ό,τι θέλει ο μπάρμπα Γιάννης» έλεγε και του χτυπούσε με τρυφερότητα την πλάτη, λες και συναισθανόταν τον πόνο ενός μεγάλου ανθρώπου που έχασε γυναίκα και τόπο στα γεράματα.
Σωστός απόγονος του Κατσαντώνη, τυραννημένος όσο λίγοι στη ζωή, στο πρόσωπό του κουβαλούσε πολλές ιστορίες της Ηπείρου και των δυσκολιών της. Στην κηδεία του η μάνα του πρώτη ξεκίνησε το τραγούδι. Ίδιο με εκείνο που τραγούδησε και στην κηδεία του μακαρίτη του άνδρα της. Πίσω της όλο το χωριό. Στο δρόμο για το νεκροταφείο από τις γύρω πλαγιές αντηχούσαν ρυθμικά κουδούνια και βελάσματα. Για τον Χρηστάκη, την κουρασμένη του ζωή και το άδικο του κόσμου.