Η ιστορία των Ηπειρωτών στην περιοχή που στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Αγρίνιο και σε ολόκληρη την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας αρχίζει από την Τουρκοκρατία.Στα 1822 οι Σουλιώτες επανέρχονται από τα Επτάνησα και γίνεται πρόταση από το εκτελεστικό να εγκατασταθούν στο Ζαπάντι. Οι ντόπιοι ενταντιώθηκαν υποκινούμενοι και από τους οπλαρχηγούς γαιοκτήμονες, αρχικά τον Γ. Ράγκο και αργότερα τον Γιαννάκη Στάικο. Υποδαυλίζοντας φατριασμούς μεταξύ των Σουλιωτών παρέσυραν τους Τζαβελλαίους εις Βάρος του Μάρκου Μπότσαρη. Η αντίδραση αυτή εκφράστηκε δυναμικά και μέσω των Βουλευτών (Παραστατών) με διαμαρτυρία τους προς την κυβέρνηση για ενέργειες Σουλιωτών εις Βάρος ντόπιων. Έτσι, λόγω της διχόνοιας μεταξύ Σουλιωτών και ντόπιων επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία στην Αιτωλοακαρνανία, με επικίνδυνες επιπτώσεις στον εθνικό αγώνα. Ο έπαρχος Κ. Μεταξάς έπαιξε ενωτικό ρόλο βάζοντας όμως στο περιθώριο το αίτημα του Ζαπαντιού ενόψει του εθνικού κινδύνου (εκστρατεία του Μουσταή πασά της Σκόδρας και του Ομέρ Βρυώνη).
Έκτοτε στην πόλη του Βραχωριού διογκώνεται ένα κύμα δυσφορίας κατά των ετεροχθόνων και οι διαχωριστικές τάσεις ανάμεσα σε ντόπιους και ξενομερίτες γίνονται ευκρινέστερες κατά τη μετεπαναστατική περίοδο. Το αίτημα των Σουλιωτών για νέα εγκατάσταση προβάλλει και τα επόμενα χρόνια (Γ’ Εθνοσυνέλευση 1826, 1828 στον Καποδίστρια). Τελικά με απόφαση της Ε’ Εθνοσυνέλευσης πέτυχαν να τους δοθούν γαίες από τα εθνικά οικόπεδα στη Ναύπακτο και στο Βραχώρι. Τότε παραχωρήθηκαν, επίσημα πλέον, 1.600 πήχεις Βραχωρίτικης γης σε κάθε σουλιώτικη οικογένεια. Η εκτέλεση όμως των αποφάσεων του Βουλευτικού κωλυσιεργούσε, οι τίτλοι κυριότητας δεν είχαν δοθεί και τα σχέδια πόλεων που πρότεινε τότε η Βαυαροκρατία δυσχέραιναν τις οριοθετήσεις. Τελικά, στα 1834 βρίσκονται εγκατεστημένες στο Αγρίνιο 157 οικογένειες Σουλιωτών και 53 οικογένειες Ηπειρωτών που επαυξάνονται τα επόμενα χρόνια. Η συλλογική μνήμη διασώζει ότι οι εκτάσεις Βόρεια της Παναγίας και του πάρκου ήταν σουλιώτικες γαίες.
Οι Σουλιώτες μαζί με Καλαρρυτηνούς και Κομποτιάτες δημιούργησαν το σουλιώτικο μαχαλά που εκτεινόταν από την περιοχή Βόρεια του πάρκου ως τον Άγιο Δημήτριο, ξωκκλήσι ως τότε, τον οποίο οι Σουλιώτες ανέδειξαν σε ενοριακό και κοιμητηριακό ναό. Δίπλα υπήρχε το νεκροταφείο των Σουλιωτών που διατηρήθηκε εκεί μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Η διεύρυνση του σουλιώτικου μαχαλά με την εγκατάσταση όλο και περισσότερων Ηπειρωτών στο Αγρίνιο, όπου διέφευγαν μαζικά από την τουρκοκρατούμενη τότε Ήπειρο, απαιτούσε τη δημιουργία μιας δεύτερης ενορίας. Έτσι ιδρύθηκε η Ζωοδόχος Πηγή (Παναγία), γεγονός που έγινε αφορμή ρήξεως με τους Βραχωρίτες.
Μια άλλη κατηγορία Σουλιωτών που διεκδικούν γαίες στο Βραχώρι είναι οι Φαλαγγίτες. Η Φάλαγγα είχε συσταθεί το 1835. Σύμφωνα με νόμο του 1838, οι Φαλαγγίτες υπό τον όρο παραίτησης από το δικαίωμα του μισθού μπορούσαν να διεκδικούν εθνικές γαίες αξίας ίσης με το πενταπλάσιο του ετήσιου μισθού. Έτσι, και στο Βραχώρι σουλιώτες Φαλαγγίτες επιδιώκουν να εξαγοράσουν Βραχωρίτικες γαίες με «πιστωτικά φαλαγγιτικά γραμμάτια».
Η συλλογική μνήμη διασώζει και μια άλλη όψη της καθόδου των Ηπειρωτών. Πρόκειται για την ειρηνική εισβολή των μαστόρων που ανοικοδόμησαν τότε την κατεστραμμένη πόλη. Οι παλιοί Βραχωρίτες θυμούνται ότι η περιοχή γύρω από τους σημερινούς Αγίους Αναργύρους ονομαζόταν «μαστορικά». Εκεί κοντά ήταν τα σπίτια παλιάς οικογένειας μαστόρων, των Τσουλουφαίων.
Ο εγκεντρισμός των Σουλιωτών στον πληθυσμιακό κορμό του Αγρινίου ανανέωσε το δημογραφικό δυναμικό της πόλης. Η ενσωμάτωση των Σουλιωτών, λόγω της αρχικής αντιπαλότητας, είναι βραδεία σε σχέση με αυτή των άλλων επηλύδων. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Το παράδειγμα του Π. Δαγκλή, γεννημένου στο Αγρίνιο το 1853, είναι αξιοσημείωτο. Διακρίνεται για ταχύτατη και αξιόλογη στρατιωτική και πολιτική εξέλιξη: καθηγητής της πυροβολικής στη Σχολή Ευελπίδων και διευθυντής της (1889-1912), αρχιστράτηγος του στρατού της Ηπείρου το 1913, Βουλευτής Ιωαννίνων και υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου και αργότερα μέλος της «προσωρινής κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης» (1916) στη θεσσαλονίκη.
Απαρχή ανάπτυξης και κοινωνικών αλλαγών
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο πληθυσμός του Αγρινίου παρουσιάζει σημαντική αύξηση και ανανέωση. Κατά την απογραφή του 1861 απογράφονται στο δήμο 5.579 κάτοικοι. (Ο δήμος εκτός από το Αγρίνιο περιλάμβανε τη Βελάουστα, το Δοκίμι, το Ζαπάντι, τον Πλάτανο, τη Σπολάιτα και διαλυμένα μοναστήρια.) Στην έδρα του δήμου αριθμούνται 3.886 κάτοικοι και 13.158 στην επαρχία34. Κάτοικοι ορεινών περιοχών που πηγαινοέρχονται στο Αγρίνιο με τ’ αγώγια και τις καρότσες -πλούσιο υλικό για τις μετακινήσεις διασώζει η προφορική παράδοση- για τη διακίνησα των εμπορευμάτων ενσωματώνονται σιγά σιγά στον πληθυσμό. Έτσι, παρατηρείται κατά συρροή κάθοδος ορεινών από τη Ναυπακτία, την Τριχωνίδα και την Ευρυτανία στο Βραχώρι (Κόνισκα, Πλάτανο, Δορβιτσά, Αράχωβα, Περίστα, Σίμου, Φραγκίστα, Δομνίστα, Ροσκά, Άμπλιανη, Μπρουσό, Φουρνά, Ζακόνινα). Η συλλογική μνήμη διασώζει λεπτομέρειες απ’ αυτή τη μετοικεσία.
Μετά τους καταστροφικούς για την πόλη σεισμούς του 1887, 1888 και 1889 κατακλύζουν την πόλη μαστόροι από την Κόνιτσα και τα Τζουμέρκα, την Κλεπά και τη Λομποτινά. Έτσι, την ίδια χρονιά, 1889, ο δήμος αριθμεί 9-972 κατοίκους και η έδρα του, το Βραχώρι, 7.430 παρά τις θανατηφόρες για τον πληθυσμό επιδημίες της Βλογιάς και της ιλαράς (1881,1886) – φοβερή ήταν και η πανώλη το 1855. Ας σημειωθεί ότι η συλλογική μνήμη διατηρεί μέχρι σήμερα την ανάμνηση από τη φοβερή μάστιγα των επιδημιών που ξεκλήριζε οικογένειες – πέθαιναν 25-30 τη μέρα. Εκτός από τα θύματα άφησε ανθρώπους ανάπηρους και οδήγησε οικογένειες σε οικονομική δυσπραγία. Κατέβαζαν τότε για λιτάνευση στην πόλη τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας.
Οι συγκυρίες ευνοούν την απασχόληση των ετεροχθόνων και κατά συνέπεια την κοινωνική κινητικότητα και την πληθυσμιακή αύξηση της πόλης.
Πηγή: Γιαννακοπούλου Ελένη
“… Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα συνεχίστηκε η εγκατάσταση ηπειρώτικων οικογενειών, μεμονωμένων τώρα, στο Αγρίνιο, για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Η διαίσθησή τους για το μέλλον της πόλης δεν έσφαλε.Η μεγάλη γόνιμη πεδιάδα και η παλιά φήμη του πλούσιου Τουρκοβράχωρου ήταν η εγγύηση ότι θα ζήσουν καλύτερα.
Οι Ηπειρώτες έποικοι μαζί με τους αυτόχθονες Αγρινιώτες και τους πληθυσμούς που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν από την ορεινή Τριχωνίδα, την ορεινή Ναυπακτία και την Ευρυτανία και αποτέλεσαν την “πανσπερμία” της πόλης έδωσαν ένα κομμάτι του εαυτού τους, εργάστηκαν σκληρά για να οδηγήσουν τη μικρή πόλη, που αναδύθηκε από τα ερείπια, στην ανάπτυξη και την πρόοδο.
Η εκλογή ως Δημάρχου, το 1879, του βορειοηπειρώτικης καταγωγής γιατρού Μιχαήλ Μπέλλου υπήρξε ευτυχής συγκυρία για την πόλη. Φιλοπρόοδος και με ευρύτητα αντίληψης, με την μόθυμη, όπως φαίνεται από τα πρακτικά, στήριξη του Δημοτικού Συμβουλίου, πραγματοποίησε τη διαμόρφωση των δυο πλατειών καθώς και του κεντρικού άξονα, δηλαδή την οδό Παπαστράτου μέχρι το ύψος της Δημοτσελίου, τη Χαρ. Τρικούπη μέχρι τον Αϊ – Γιώργη και τμήμα της Τσαλδάρη.
Η αυγή του 20ου αιώνα βρήκε το Αγρίνιο να βαδίζει αργά αλλά σταθερά στο δρόμο της ανάπτυξης. Από την πρώτη δεκαετία άρχισε η επέκταση της καπνοκαλλιέργειας αλλά και η οργάνωση και η συστηματοποίηση της εμπορίας καπνού. Τα έργα υποδομής που πραγματοποιήθηκαν τον 19ο αιώνα προοιώνιζαν την ανάδειξή του ως το σημαντικότερο κέντρο της Δυτικής Ελλάδας που προσείλκυε το ενδιαφέρον και των πληθυσμών των ορεινών κυρίως περιοχών της Ηπείρου.
Ήδη, πριν από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1912 – 13, Πραμαντιώτες βοσκοί ξεχείμαζαν τα κοπάδια τους στα λιβάδια του κάμπου του Αγρινίου και αγωγιάτες με τα μουλάρια τους μετέφεραν τα προϊόντα της περιοχής, τους θερινούς, κυρίως μήνες, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αλ. Σαπλαούρα, Γραμματέα του Πανηπειρωτικού Συλλόγου Αιτωλοακαρνανίας που κατάγεται από τα Πράμαντα.
Μετά τον πόλεμο, δεκαπέντε περίπου οικογένειες εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη θέση του Προφήτη Ηλία, στα βόρεια της πόλης του Αγρινίου. Από τότε οι ντόπιοι ονόμασαν την περιοχή “τα Βλάχικα”, ονομασία που είναι γνωστή στους πολλούς ακόμα και σήμερα. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι οικογένειες Βούλγαρη, Γκούβα, Γκούβελου, Δημοτάτση, Καρακώστα, Βουρλώτα, Σαπλαούρα, Γκεσούλη, Τσίρκα, Σμύρη, Τάτση και Νικάκη. Άρχισαν σιγά σιγά να οικοδομούν και να ασχολούνται, εκτός από την κτηνοτροφία, με τη μεταφορά προϊόντων, ως οικοδόμοι και έμποροι. Γνωστό στους παλαιότερους ήταν το Χάνι των Καρακώστα και Σαπλαούρα στην είσοδο της πόλης, εκεί που βρίσκεται σήμερα σε μισθωμένο κτίριο το 8ο ΔΣ Αγρινίου.
….
Στα χρόνια του μεσοπολέμου, πολλές οικογένειες από τους παραχειμάζοντες και τους αγωγιάτες Μελισσουργιώτες εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Αγρίνιο και εργάστηκαν ως κτηνοτρόφοι και αγωγιάτες στην αρχή, και ως οικοδόμοι και έμποροι αργότερα. Μερικές από τις πρώτες οικογένειες είναι οι οικογένειες Βασιλείου, Βάσση, Πανάκη, Παππά, Παπαγιάννη, Σουραβλιά, Στάμου, Τζίμα, Ζυγούρη, Κούση, Κοντόβα, Μήτση, Μαστρογιάννη, Μίχου, Νασιούλα, Μπανιά, Νάσση και Τρομπούκη.
….
Εκτός από τα δύο γειτονικά χωριά των Κεντρικών Τζουμέρκων, στο Αγρίνιο εγκαταστάθηκαν ομαδικά τον 20ο αιώνα αρκετοί κάτοικοι των ορεινών χωριών της περιοχής Κόνιτσας. Πολλοί τεχνίτες της πέτρας, ύστερα από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1912 – 13 αλλά και πριν από αυτόν τους θερινούς μήνες έρχονταν στο Αγρίνιο και πρόσφεραν τον καλύτερο ευατό τους στην ανοικοδόμησή του.
Έτσι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γιώργου Βαζούκη, εργολάβου που κατάγεται από τον Πύργο στην παλιά Στράτσιανη, Στρατσιανοί μαστόροι πελεκώντας με μεράκι την άμορφη πέτρα από το ξημέρωμα ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος, έχτιζαν τα περισσότερα παλιά πετρόχτιστα του Αγρινίου μαζί με τους Πυρσογιαννίτες συναδέλφους και συντοπίτες τους. “Ο παλιός Άγιος Χριστόφορος και τα Παπαστράτεια σχολεία και πολλά άλλα κτίσματα, κτίστηκαν από Στρατσιανίτες μαστόρους“, θα μου πει ο Γιώργος Βαζούκης.
Οι μαστόροι αυτοί του Πύργου σιγά σιγά, στην περίοδο του Μεσοπολέμου και αργότερα, εγκαταστάθηκαν με τις οικογένειές τους μόνιμα στο Αγρίνιο, που συνέχισαν να πελεκούν τα λιθάρια, τα “οστά” της μητέρας γής και οι περισσότεροι να γίνονται αργότερα εργολάβοι. Μερικές από τις οικογένειες του Πύργου που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Αγρίνιο είναι οι οικογένειες Βαζούκη Νικολ., Βαζούκη Παν., Αναστασίου, Λάμπρου, Λαμπροπούλου, Οικονόμου, Παπαζήση, Πορφύρη, Ρίζου, Ρούσση, Ταμπάκη Γ., Ταμπάκη Κ., Χατζή και Χονδρογιάννη.
Αρκετοί είναι και οι κάτοικοι της Πυρσόγιαννης, οι οποίοι ακολουθώντας το παράδειγμα των συντοπιτών τους, του Πύργου έρχονταν ως κτίστες στο Αγρίνιο τους θερινούς μήνες για να μετοικήσουν μόνιμα σ’ αυτό πριν και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και μετά από αυτόν.
Όπως με πληροφόρησαν οι Πυρσογιαννίτες Βασ. Βετσόπουλος, συνταξιούχος βιβλιοπώλης, στον οποίο για τις υπηρεσίες του στους Ηπειρώτες εκπαιδευτικούς κυρίως “προσήψαν” κάποιοι φίλοι του τον τίτλο του Ηπειρωτάρχη, και Θεοδ. Βάτσικα, συνταξιούχος οικοδόμος, πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι το 1950 περίπου, από την Πυρσόγιαννη εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Αγρίνιο οι: Χρυσάφης Ιωάννης, Λάζος Κ., Λάζος Παντελής, Σερίφης Γ., Ντόβας Σπ., Βετσόπουλος Β., Βέτσας Θ., Βετσοπούλου Ιφ., Βετσοπούλου Κλ., Βάτσικας Θ., Βάτσικας Σπ., Βάτσικας Στ., Βάτσικας Αριστ., Βάτσικας Γ. Γκόρτσος Σωτ, Βίρκος Χρ., Γκουντής Δ., Βαλτάς Ξεν., Βαλτάς Λουκάς, Κιόχος Θ., Περώνης Πέτρος, Πετσίνης Ανδρ., Πανάγιος Δημ., με ή χωρίς τις οικογένειές τους.
Απο τις Χιονιάδες της Κόνιτσας, πριν από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1912 – 13 ήρθαν στο Αγρίνιο για να βρούν καλύτερη τύχη ο Ανδρέας Ζωγράφος ή “Καλημέρας“, 10χρονος, και ο Βασίλειος Σκούρτης, κτίστης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαταστάθηκαν στο Αγρίνιο τα παιδιά του Βασίλη Σκούρτη, Χρήστος, Χαράλαμπος και Ανδρέας, καθώς και ο Θεοφάνης Ζωγράφος, οικοδόμος.
Ο Ανδρέας Ζωγράφος ή “Καλημέρας” (καλημέριζε όλους μικρούς και μεγάλους που συναντούσε στο δρόμο του) ανακηρύχθηκε στα 1931 από το ΔΣ του Παναιτωλικού, ύστερα από εισήγηση του προέδρου του Τάκη Δρέττα, μέγας ευεργέτης και επίτιμος πρόεδρος και αναρτήθηκε η φωτογραφία του στα γραφεία του Συλλόγου, “για τη μεγάλη του προσφορά”, την κατασκευή της μάντρας που ακόμα και σήμερα αποκαλείται “Μάντρα του Καλημέρα”, γράφει στο βιβλίο του Παναιτωλικός Γ.Φ.Σ. Αγρινίου ο Αριστείδης Μπαρχαμπάς και παρουσιάζει αυτά που στις 10/06/1928 η εφημερίδα Φως έγραφε για τον ευεργέτη.
“Ένας φτωχός και βιοπαλαιστής εργολάβος δημοσίων έργων, αλλά ψυχή κλείουσα ευγενέστερα ιδεώδη, εδωρίσατο την παρελθούσα εβδομάδα εις τον Γυμναστικόν Σύλλογον 80000 δραχμές. Ο κύριος Ανδρέας Ζωγράφος, ο νέος Αβέρωφ του Αγρινίου, θα επισύρει εσαεί την ευγνωμοσύνη της πόλεως Αγρινίου. Λόγοι και πομπώδεις φράσεις δεν έχουν ουδεμίαν θέση, μια και μόνο λέξις αξίζει: Παντοτινή Ευγνωμοσύνη“.
Πηγή: Κώστας Δ. Κονταξής “Οι εποικίσεις Ηπειρωτών στο Αγρίνιο το 19ο και 20ο Αιώνα και η οικονομική και πολιτισμική συμπεριφορά τους”