ΠΑΣΧΑΛΙΑ
Την πρώτη θέση στο εορταστικό πνεύμα μικρών και μεγάλων κατείχε το Πάσχα, ή η Μεγάλη Πασκαλιά, ή Πασκαλιά απλώς, σε διάκριση από τη Μικρή Πασκαλιά ή Πασκαλιά του Χριστού όπως λέγανε τα Χριστούγεννα. Από την ημέρα του Ευαγγελισμού, οπότε τα παιδιά παρέες-παρέες ξεχύνονταν στα σπίτια κουδουνίζοντας με διαφόρων ειδών κουδούνια στα χέρια και ψάλλοντας »Φευγάστε φίδια και γκουστερίδια, έφτακ΄ο Βαγγελισμός και σας επλάκωσε. Θα σας κόψει το κεφάλι, θα το ρίξει στο ποτάμι».
Ακολουθούσε το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαίων με τις ίδιες εκδηλώσεις ψάλλοντας: «Σήμερα έρχεται ο Χριστός ο επουράνιος Θεός, εν τη πόλει Βηθανία με κλαδιά και με βάϊα. Bγείτε σας παρακαλούμε για να σας διηγηθούμε για να μάθετε τι εγίνη σήμερα στην Παλαιστίνη, Μάρθα κλαίει και Μαρία έξω από την Βηθανία, Λάζαρον τον αδελφό της και γλυκύ τον καρδιακό της…»
Διεκτραγωδούνται τα πάθη του Χριστού ποικίλοντας τα λεγόμενά τους με διάφορα στιχουργήματα ανάλογα με το σπίτι και τους νοικοκυραίους και ψέλνοντας όπως π.χ στο σπίτι που έχουν πρόσφατο γάμo: «Στούτα τα σπίτια τα ψηλά τα μαρμαροχτισμένα, εδώ κοιμούνται νιόγαμπρα και νιοστεφανωμένα κ.λ.π.»
Σε σπίτι που έχουν νεογέννητο «Μωρέ σπυρί σπυρόπουλο, σπυρί μαργαριτάρι, όντας σε γέννα η μάνα σου και όντας καρδοπονούσε. Εγώ στη θύρα στεκόμουν, το Θιό παρακαλούσα, Θε μου να γένει Βισιλιάς, Θε μου να γένει ρήγας…»
Στα σπίτια των ταξιδεμένων «Εδώ ΄χουν τον αφέντη τους πολύ μακριά στα ξένα. Να πάει καλά, νάρθει καλά, νάρθει και καζαντισμένος. Να φέρει άλογο καλό με την καλή τη σέλα κ.λπ.»
Αν η οικογένεια είχε πρόβατα «Τούτα τα μαντριά τούτες οι μάντρες, αρνιοκάτσικα πέντε χιλιάδες. Εχίλιασαν και μίλιασαν και γιόμισαν οι ράχες κ.λ.π»
Στο τέλος όλων αυτών των τραγουδιών συνήθως έλεγαν: «Οσ’ άστρια έχ΄ ο ουρανός και φύλλα εις τα δέντρα, τόσα καλά να δώκ΄ ο Θεός εδώ που τραγουδούμε και τη Λαμπρή την Πασκαλιά καλόκαρδοι να βγούμε κ.λ.π.»
Ακολουθούσε το φιλοδώρημα των παιδιών από τις νοικοκυράδες με λίγα κέρματα ή κανένα αυγό.
Μπακάμισμα (βάψιμο) αυγών Πασχαλιάς
Το βάψιμο των αυγών της Πασχαλιάς γινόταν και με μπακάμι (αιματόξυλο), είδος ξύλου που το μούσκευαν καλά, μετά το έβραζαν και έκανε χρώμα κόκκινο στο νερό και μ΄αυτό έβαφαν. Για την σταθεροποίηση του χρώματος έριχναν μέσα λίγο ξύδι ή αλάτι. Πρώτα όμως έπρεπε να βαφούν τ’ αυγά της ημέρας δηλαδή τα Μεγαλοπεφτιάτικα, κείνα που δεν υπήρχαν την προηγούμενη μέρα, αλλά βρέθηκαν στη φωλιά όπου μόλις τάχα είχε γεννήσει η κότα. Από τα αυγά αυτά, ένα τοποθετούσαν στο εικονοστάσι στη θέση του περσινού. Το τελευταίο αυτό το έθαβαν στην άκρη του αμπελιού, γιατί πίστευαν, ότι δεν θ΄αφήσει να περάσουν ορισμένες καταστροφικές αρρώστιες. Το μπακαμισμένο νερό το θεωρούσαν κατά κάποιον τρόπο ιερό, το έριχναν σε μέρη που δεν πατιόταν.
Αυγά Πασχαλιάς
Έβαφαν τ’ αυγά της Πασχαλιάς, τα στόλιζαν με διάφορα πουλιά, όπως πέρδικες. Τα σχήματα γίνονταν με κερί λιωμένο που το αφαιρούσαν μετά το βάψιμο. Τα σκεπασμένα δηλαδή από κερί μέρη έμεναν λευκά, ενώ η άλλη επιφάνεια ήταν κατακόκκινη. Το έθιμο θεωρούσε ότι και το σπασμένο αυγό πήγαινε στον νικητή. Τα παιδιά πολλές φορές χρησιμοποιούσαν και αυγά μεγαλύτερης αντοχής όπως αυγά πέρδικας. Πολλά παιδιά για να νικάνε τους αντιπάλους, έβαφαν κόκκινα αυγά και από φραγκόκοτες που είναι πιο γερά από τ’ άλλα ή έβαφαν κόκκινο και το ξύλινο αυγό που μεταχειρίζονταν οι γυναίκες για το μαντάρισμα της κάλτσας.
Μ.Παρασκευή
Από το πρωί οι κοπέλες και τ΄αγόρια της σχολικής ηλικίας βρίσκονταν στο πόδι και αναζητούσαν λουλούδια για τον επιτάφιο, ο οποίος γινόταν αυτοσχέδιος πάνω σε ένα κοινό απλό ξύλινο τραπέζι. Δύο βέργες κουτσουπιάς που έχει πολύ ευλύγιστο ξύλο ή αγριόκλημα σχημάτιζαν δυο διαγώνια ημικύκλια, που τα έντυναν με δαφνόφυλλα, λουλούδια κουτσουπιάς, ακακίας, αγριομαργαρίτες, ασπροκίτρινες καρκαντζέλες και ότι άλλο εποχιακό λουλούδι υπήρχε.
Τα πάθη του Χριστού την Μ.Παρασκευή οι γυναίκες στην ολονύχτια στην εκκλησία ψάλλουν:
Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα.
Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον βάζουν τη βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
Οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκαταραμένοι.
Για να σταυρώσουν τον Χριστό, των πάντων βασιλέα.
Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
Να λάβει δείπνο μυστικό, να τον συλλάβουν όλοι.
Τον Κύριο επιάσανε στον Χαλικιά τον πάνε.
Κι ο Χαλικιάς εδιάταξε τρία καρφιά να φτιάσουν.
Ο Φαραώ ΄ναι το σκυλί, βάζει και φτιάχνει πέντε.
Η τελετή της Αναστάσεως γινόταν όπως ακριβώς και σήμερα, μεσάνυχτα σε ειδική εξέδρα, ελεύθερα χωρίς κανένα περιορισμό, από κανένα αλλόθρησκο μάτι, εκτός μιας αόριστης ανησυχίας για λόγους ασφαλείας. Για την Λαμπρή, η εκκλησία στολιζόταν με ιδιαίτερη φροντίδα, σ΄ όλες τις επίσημες γιορτές σχεδόν στην εκκλησία και στα εξωκκλήσια δεν έλειπε εξαιρετικά επιμελημένη αρτοκλασία (στάρι βρασμένο) με διάφορα ζαχαρωτά ανακατεμένο και πάνω διάβαζε κανείς την επιγραφή με καλλιτεχνικά γράμματα από ζάχαρη χρωματιστή «Χρόνια Πολλά».
Επίσης επικρατούσε η αντίληψη πως οι ουρανοί είναι ανοιχτοί όταν πρόκειται να ειπωθεί το Χριστός Ανέστη, μόλις ο παπάς ψάλλει το Μ. Σάββατο το βράδυ που γίνεται η Ανάσταση. Εκείνη τη στιγμή, επειδή είναι ανοιχτά τα ουράνια, ο Θεός ακούει εύκολα και ό,τι ζητήσει κανείς του το δίνει. Λίγοι όμως προφθάνουν να ολοκληρώσουν την παράκλησή τους, γιατί το ανοιγοκλείσιμο του ουρανού είναι αστραπιαίο. Παλαιότερα δεν έφευγε κανένας, από την λειτουργία, παρακολουθούσαν ως το ξημέρωμα την ακολουθία, μεταλάβαιναν, έπαιρναν αντίδωρο κι έφευγαν. Ήταν ασέβεια να φύγουν στα μισά της λειτουργίας, μόλις τελείωνε όλοι γύριζαν χαρούμενοι στα σπίτια τους. Τα παιδιά έμεναν παραπάνω και περίμεναν με τη σειρά κάτω από το καμπαναριό να χτυπήσουν την καμπάνα εορταστικά.
Tην εβδομάδα της Λαμπρής, που αρχίζει την Κυριακή του Πάσχα και τελειώνει του Θωμά, την ονόμαζαν Ασπροβδομάδα, ή Ασημοβδόμαδο, ενώ την προηγούμενη την έλεγαν Μεγαλοβδόμαδο. Ασπροβδόμαδο ονομάστηκε, επειδή ασπρίζουν οι ρόκες δηλαδή τα καλαμπόκια. Στην Ήπειρο τα καλαμπόκια δεν τα ξεφλουδίζουν ούτε τα ξεσπειρίζουν το φθινόπωρο που τα μαζεύουν. Τα αποθηκεύουν και όταν έχουν ανάγκη να φέρουν άλεσμα στο μύλο, ξεφλουδίζουν, ξεσπειρίζουν όσα χρειάζονται. Το Ασπροβδόμαδο δε δουλεύουν ούτε στο χωράφι ούτε στα αμπέλι ούτε για ξύλα πάνε.
Το πασχαλινό τραπέζι γινόταν μετά τη λήξη της θείας λειτουργίας, ανήμερα του Πάσχα γινόταν ανταλλαγή μεταξύ συγγενών από μπαντούσιες και αυγά κόκκινα.
Σε πολλά μέρη της Ηπείρου το αρνί το έψηναν την Δευτέρα του Πάσχα όπου πρώτος και καλύτερος τη Δευτέρα το πρωί περνούσε από τα σπίτια ο παπάς για να αγιάσει το αρνί και φυσικά να πάρει και το φιλοδώρημά του, μετά ακολουθούσαν παρέες, παρέες όλοι οι συγχωριανοί, ανταλλάσοντας τις πασχαλινές ευχές, τσουγκρίζοντας με το νοικοκύρη τα αυγά και πίνοντας ρακί.
Το απόγευμα ακολουθούσε κοινός χορός στο χοροστάσι και όλη η εβδομάδα του Πάσχα εθεωρείτο εορτάσιμη με εκκλησιασμό σε διάφορα εξωκκλήσια .Πολλοί έκαιγαν τις λαμπάδες μέχρι της Αναλήψεως ακόμα και σε εξωκκλήσια.
Έθιμα
Μοναδικό ταφικό έθιμο που συμβαίνει την δεύτερη μέρα του Πάσχα στο Γηρομέρι Φιλιατών όπου πηγαίνουν στο νεκροταφείο του χωριού, τον Αϊ-Σωτήρα. Μετά τη Θεία λειτουργία τα βιολιά και ο κόσμος γυρίζουν από μνήμα σε μνήμα και τραγουδούν και παίζουν αγαπημένα τραγούδια των νεκρών. Αυτό κρατάει περίπου δύο ώρες και η ατμόσφαιρα είναι συγκινητική γιατί οι συγγενείς αναπολούν στιγμές του παρελθόντος παραγγέλνοντας στους οργανοπαίχτες το αγαπημένο τραγούδι του νεκρού, όσο ήταν στην ζωή.