Του αρασαλιού ή «τα ρασάλια»
Τ΄αρασαλιού ή τα ρασάλια είναι μια δοξασία που έχει τις ρίζες της στη Ρωμαϊκή εποχή. Σύμφωνα με τη δοξασία αυτή, που την πίστευαν περισσότερο οι γυναίκες, οι ψυχές των νεκρών έβγαιναν από τον κάτω κόσμο πάνω στη γη και κυκλοφορούσαν από τη Μεγάλη Πέμπτη ως το Σάββατο πριν την Πεντηκοστή. Έβγαιναν έξω κι αλήτευαν, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν οι γυναίκες, τριγυρνούν στα μέρη που πέρασαν κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής και θυμούνται όλα όσα πέρασαν καλά και κακά. Το Σάββατο πριν από την Πεντηκοστή, ξαναεπιστρέφουν στον κάτω κόσμο ευχαριστημένες για το ταξίδι τους αυτό στο παρελθόν κι ικανοποιημένες γιατί μπόρεσαν να ξαναϊδούνε τα επίγεια πράγματα. Το Σάββατο αυτό όλες ανεξαίρετα οι νοικοκυρές του χωριού έβραζαν σιτάρι και ζύμωναν με ιδιαίτερη ευλάβεια την λειτουργιά(πρόσφορο) για να τα πάνε στην εκκλησία. Μέσα στο πιάτο που βάζουν το σιτάρι και τη λειτουργιά έγραφαν κι ένα σημείωμα με τα ονόματα όλων των νεκρών της οικογένειας για να τα μνημονεύσει ο παπάς, να ευχηθεί για την αιώνια ανάπαυσή τους. Ειδικά στο μνημόσυνο αυτό, ο παπάς με τις ευχές του και τα τρισάγιά του, καλόπιανε τις ψυχές των νεκρών και τις παρακαλούσε να ξαναγυρίσουν στον τάφο. Γιατί, λέει, μπορεί καμιά απ΄αυτές να παρασυρθεί από τις γλύκες της επίγειας ζωής, να ζηλέψει και να μη θέλει να ξαναγυρίσει στον κάτω κόσμο, οπότε είναι καταδικασμένη να τριγυρνάει εδώ κι εκεί όλο το χρόνο.
«Μεγάλη Πέμπτη να ΄ρχεται/πέντε φορές το χρόνο/κι αυτό το έρμο τΆρσαλιού/καμιά φορά το χρόνο…»