Στον κανένα τόπο, στον κανένα καιρό

Στον κανένα τόπο, στον κανένα καιρό

Ο Θανάσ’ Γκεσούλης τον αποχαιρέτισε προχθές. «Άντε γεια από μένα, τα υπόλοιπα αύριο». Έτσι. Όπως τον χαιρετούσε εδώ και ογδόντα χρόνια. Ο τελευταίος απ’ τους φίλους που μαζί μετρούσαν χρόνια και χρόνια τις ζωές τους στην «Ωραία Κληματαριά». Δυο λόγια, ένα τσιγαράκι, μια δηλωτή, δυο τσίπουρα, περνούσε η ώρα, ώσπου ανέβαινε η κούραση, τους έπιανε απ’ τα πόδια και «άντε τα υπόλοιπα αύριο».
Εκείνη η ξαφνική βροχή φταίει για όλα, σκέφτηκε ο Γιώργης βγαίνοντας, πέρασε από το μπακάλικο, πήρε μια μπουκάλα ΠΕΤΡΟΓΚΑΖ, την έδεσε σε μια τριχιά και άρχισε να τη σέρνει στις πλημμυρισμένες πέτρες της πλατείας. Κάπου στα μισά άνοιξε την ομπρέλα. «Μπάρμπα Γιώργο θα σου κάνει καμιά έκρηξη και θα ανατιναχθείς ολόκληρος», του φώναξε κάποιος από τα καφενεία, δεν τον ένοιαξε και συνέχισε τον κατήφορο για το κουρείο. Αυτό το κουρείο ήταν πια το μόνο στήριγμα της καρδιάς του. Εξήντα χρόνια κουρέας, έμαθε τα πάντα για την κομμωτική και τα κουτσομπολιά πάνω απ’ τα κεφάλια των συγχωριανών του. Θα άφηνε την μπουκάλα στο κουρείο, θα το ξεσκόνιζε λιγάκι, θα περνούσε να χαιρετήσει τον Θανάση και ύστερα θα τράβαγε για το σπίτι. Έβαλε τη μπουκάλα πίσω από το γκάζι, πήρε τη σκούπα, καθάρισε με άζαξ τον καθρέφτη, μια στιγμή σήκωσε το κεφάλι κατά την ταμπέλα «μην ομιλείτε εις τον κουρέαν», χαμογέλασε, ύστερα κλείδωσε βιαστικά, βγήκε στον δρόμο. Πάει και το Πάσχα, μονολόγησε. Ο Θανάσης τού είχε σταθεί καλύτερα από αδερφός. Τον μάζεψε, τον συμπόνεσε, του κράτησε παρέα όταν είχε ανάγκη. «Σιγά-σιγά θα συνηθίσεις» του ’λεγε και του ξανάλεγε και τον χτυπούσε για κουράγιο στην πλάτη. Πρώτη η Μαριάνθη, που, ίσως λόγω χρόνου, κάπως είχε απαλυνθεί μέσα του ο χαμός της. Αλλά τον θάνατο της κόρης του…
Κοιμήσου εσύ παιδάκι μου, κοιμήσου τώρα. Εμείς οι δυο απομείναμε σε τούτο το σπίτι, σε τούτο τον τόπο, κανένας άλλος, τίποτε δεν έμεινε εδώ. Έλεγε και ξανάλεγε και της χάιδευε το κεφάλι. Με ημιπληγία από τα δέκα την είχε στο κρεβάτι. Μια δωρεά για την εικόνα της Παναγίας με το θείο βρέφος στ’ αριστερά της ωραίας πύλης, μια δωρεά ο Άγιος Νεκτάριος, ολόσωμη τοιχογραφία, που αγαπά τα παιδιά και τα φροντίζει, μια δωρεά η καινούρια ζεστή μοκέτα στο σχολείο. «Σε ακούει και σε βλέπει ο Θεός Γιώργη μου και σε συμπονάει», του ’λεγε με ευχαρίστηση ο παπάς. Αλλά εκείνος δεν το ’κανε για συμπόνια. Μονάχα για παρέα το έκανε. Για να ’χει μια παρέα η Ελένη του, σαν έφευγε από τούτον τον τόπο.
Διάδρομοι τσιμεντένιοι, μνήματα μαρμάρινα με κόκκινα αυγά και πλαστικά λουλούδια. Είχε φτάσει. Πρώτα στην Ελένη. Πάμε πίσω παιδάκι μου, είπε και χάιδεψε την φωτογραφία. Με τα βαφτιστικά της σκουλαρίκια, ντυμένη στα άσπρα, μες τις κουκλίτσες και τα άλλα της παιχνίδια, όπως ήταν μικρή, έτσι την είχε αποχαιρετίσει. Μετά στη Μαριάνθη και ύστερα λίγο πιο πέρα, ανάσανε βαθιά και στάθηκε στον Θανάση. Μας πήρε ο διάβολος όλους μας, αναστέναξε. Ο τελευταίος μου άνθρωπος, πάει και αυτός.
Κάθισε σε μια πέτρα δίπλα στο ρέμα. Πίσω από τη μεγάλη καρυδιά ξεπρόβαλε το σπίτι του. Σπίτι της μοναξιάς είναι κι αυτό, μονάχα της δικής μου, συλλογίστηκε. Σπίτι στον κανένα τόπο, στον κανένα καιρό, εδώ που πεταμένος έχω φτάσει. Προσπάθησε να χαμογελάσει. Σήμερα ήταν πολύ λυπημένος, ολομόναχος και πολύ λυπημένος, διωγμένος και καταδιωγμένος. Από ποιον; Σήκωσε με δυσκολία τα μάτια, σπίτια, δέντρα και μνήματα και ανάμεσά τους και παντού μια τελειωτική ερημιά. Λες και γίνηκε ανύπαρκτος πια τούτος ο τόπος. Σα ξένος.
Δεν φταίει που με πειράζουν τα παιδιά και σκάνε δίπλα μου, σχεδόν μες το αυτί μου δυναμιτάκια. Μακάρι να ζούσε και η Ελένη μου και να έπαιζε μαζί τους. Ούτε που δεν ακούω καλά και από τα δυο αυτιά και χάνω τα νέα. Ούτε που δεν έρχεται κανείς πια στο κουρείο. Φταίει μονάχα που δεν υπάρχει κανείς πια να μου δώσει μια συμβουλή, μια οδηγία, μια παρηγοριά από αυτές που ξεγελάνε για λίγο, ίσα για να φυλαχτείς και να νικήσεις πρόσκαιρα τη γυμνή αλήθεια.
Δεν έχω να κάνω τίποτε εδώ πια, μονολόγησε. Τούτο το χωριό, τα σπίτια, η παλιά του προκοπή, οι γέροι άνθρωποί του, όλα και όλοι ξεριζώθηκαν και χάθηκαν για πάντα. Δεν είμαι πια μαζί με τους άλλους. Δεν είμαι πια απ’ αυτούς. Είμαι μόνος. Σα λίγο ή πολύ ξένος ανάμεσά τους. Άλλος κόσμος γίνηκε τούτος ο τόπος. Και ’γω σκορπισμένος μένω και τον κοιτώ. Και η παλιά μου κληρονομιά δεν βοηθάει σε τίποτα και η φαντασία για τ’ αύριο λείπει.
Η ξαφνική παγωνιά στο τέλος τούτου του Απρίλη φταίει για όλα. Αναστέναξε, μύρισε τον αέρα, έκλεισε τα μάτια. Πάντα του άρεσε το βρεγμένο χώμα.
Το πήρε απόφαση. Θα έγραφε το γράμμα.
Κύριοι, θα τους έλεγε, έμαθα πως παίρνετε ανθρώπους. Σας παρακαλώ, αν παίρνετε ακόμη, αν με θέλετε, να μου γράψετε τι χαρτιά χρειάζεσθε να τα φτιάξω. Και ακόμη να με πληροφορήσετε γρήγορα αν μπορώ να μεταναστεύσω. Γεννηθείς σε τούτο τον τόπο, ξεριζώθηκα εδώ και δεν τον θέλω άλλο. Εγγλέζικα δεν ομιλώ, ούτε και άλλη γλώσσα, αλλά δεν έχει σημασία. Ορφανός γονέων. Ορφανός συζύγου. Ορφανός θυγατέρας. Ορφανός φίλων. Η δουλειά που ξέρω είναι κουρέας. 60 χρόνια τώρα κουρεύω και καλλωπίζω κεφάλια και κεφάλια. Δεχθείτε με σας παρακαλώ. Όπου είναι δυνατόν. Πείτε μου προς τα πού, πότε και τι να πάρω μαζί. Δεν με νοιάζει ο τόπος, πάω παντού. Φθάνει να φύγω. Όσο για τις συστάσεις μου, δεν ξέρω αν έχετε έρθει καμιά φορά στα μέρη μου, αλλά αν ρωτήσετε όλοι με ξέρουν, ο μπάρμπα Γιώργης ο παλιός κουρέας, που χρόνια και χρόνια μοίραζε τη σύνταξή του με την ελπίδα να βρει η κόρη του μια παρέα, εκεί στα ξένα. Δεν έχω κανέναν να υπογράψει να φύγω, δεν θα σας δυσκολέψω, δεχθείτε με.
Υγ. Παρέλειψα να σας πω ότι επιθυμώ να μεταναστεύσω αεροπορικώς. Δεν έχω μπει ποτέ σε αεροπλάνο και το θέλω. Με το καράβι δεν έρχομαι, διότι φοβούμαι, το ταξίδι είναι μακρύ και ’γω δεν ξέρω κολύμπι. Έτερο ουδέν, μένω εδώ, σε τούτο τον τόπο, σε τούτο το σπίτι, σε τούτη την ερημιά ως την απάντησή σας, την οποία περιμένω με αγωνία, καθότι επείγομαι.